καμήλα

καμήλα
θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι αποτελούν απόθεμα τροφής (αποθηκευτικός λιπώδης ιστός). Το τρίχωμά της είναι πυκνό και γενικά έχει κιτρινέρυθρο ή καμιά φορά γκρίζο ή μαυριδερό χρώμα· κάτω από τον λαιμό και στα πόδια το τρίχωμα είναι μακρύτερο. Τα άκρα της κ. καταλήγουν σε δύο δάχτυλα με ευρύ, τυλώδες, ελαστικό πέλμα. Οι οπλές δεν είναι πολύ ανεπτυγμένες και έτσι το ζώο βαδίζει ευκολότερα στην άμμο. Ο λαιμός κάμπτεται προς τα επάνω· το ρύγχος είναι μακρύ και το πάνω χείλος του είναι σχιστό. Το σώμα της μπορεί να ξεπεράσει σε μήκος τα 3,20 μ. και το βάρος της ενδέχεται να φτάσει τον 1 τόνο. Ζει ως κατοικίδιο ζώο σε ολόκληρη την κεντρική και ανατολική Ασία, όπου αναπτύσσονται διάφορα υποείδη της, άλλα κατάλληλα για τη μεταφορά φορτίων και άλλα για ίππευση. Ο άνθρωπος χρησιμοποιεί επίσης το γάλα, το κρέας, το μαλλί και το δέρμα της. Η βακτριανή κ. ζει κυρίως στις ψυχρές ερήμους. Χαρακτηριστική των θερμών ερήμων της Αφρικής και της Αραβικής χερσονήσου είναι η δρομάδα (βλ. λ.) ή αραβική κ. (Camelus dromedarius), η οποία έχει μόνο έναν ύβο στη ράχη και είναι ψηλότερη από τη βακτριανή κ. Στην έρημο συναντώνται δύο ποικιλίες αυτού του είδους, η μία εκ των οποίων χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων, ενώ η άλλη ως δρομέας, εφόσον μπορεί να διανύει μεγάλες αποστάσεις με ελαφρύ φορτίο. Το είδος αυτό είναι κατάλληλο για τη ζωή στην έρημο, λόγω των πλατιών ποδιών του, που είναι προσαρμοσμένα για τη βάδιση στην άμμο, της ικανότητας να κλείνει πλήρως τα ρουθούνια του και της διπλής σειράς των βλεφαρίδων του. Η καμήλα είναι μηρυκαστικό θηλαστικό, διαδεδομένο κυρίως σε ολόκληρη την κεντρική και ανατολική Ασία.
* * *
και γκαμήλα και κάμηλος, η (AM κάμηλος, ὁ, ἡ, Μ και καμήλα)
1. μεγαλόσωμο μυρηκαστικό ζώο που φέρει έναν ή δύο ύβους και που, σύμφωνα με το σημερ. σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια camelidae («αἱ δὲ κάμηλοι ἴδιον ἔχουσι... τὸν καλούμενον ὕβον ἐπί τῷ νώτῳ», Αριστοτ.)
2. παροιμ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» — γι' αυτούς που επικρίνουν τα μικρά παραπτώματα τών άλλων και παραβλέπουν τα δικά τους μεγάλα αμαρτήματα (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (μτφ. για γυναίκα) αυτή που έχει ψηλό και ασύμμετρο σώμα
2. η κωμική αναπαράσταση καμήλας στις γιορτές τής Αποκριάς
3. παροιμ. α) «η καμήλα για έν' άσπρο, και δε βγαίν' αγοραστής» — για τη σχετική αξία τών πραγμάτων
β) «η καμήλα πήγε να τής βάλουν κέρατα, και τής έκοψαν τ' αφτιά» — για γεγονός αντίθετο με το επιδιωκόμενο
αρχ.
(περιλπτ.) ἡ κάμηλος
το σύνολο τών καμήλων και τών αναβατών τους σε ένα στράτευμα («τῆ δὲ καμήλῳ ἕπεσθαι τὸν πεζὸν στρατὸν ἐκέλευε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. gāmāl απ' όπου η γλώσσα τού Ησύχ. γαμάλ
ἡ κάμηλος παρὰ Χαλδαίοις. Με τον σημιτικό τ. για την «καμήλα» συνδέεται και η ετυμολ. προέλευση τού γράμματος γάμμα (βλ. εγκ. λ. Γ, γάμμα). Το -η- τού επιθήματος -ηλος τής λ. κάμηλος οφείλεται στην τροπή τού -- σε -η- στην ιων.-αττ. διάλεκτο. Τη λ. κάμηλος δανείστηκε επίσης η αρχ. ινδ. με τη μορφή kramela-, η λατ. με τη μορφή camēlus και στη συνέχεια οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. camel, γερμ. Kamel). Ο νεοελλ. τ. καμήλα είναι μεταπλασμένος τ. τού κάμηλος κατά τα πρωτόκλιτα σε -α (πρβλ. παρθένος: παρθένα), ενώ ο τ. γκαμήλα σχηματίστηκε με ηχηροποίηση τού κ- σε γκ- που ξεκίνησε από την αιτ. την καμήλα > την gαμήλα > η γκαμήλα (πρβλ. τον κρημ[ν]ό > τον κρεμ[ν]ό > το γκρεμό > ο γκρεμός).
ΠΑΡ. καμήλι(-ιον)
αρχ.
καμήλειος, καμηλεύω, καμηλίζω, καμηλικός, καμηλίτης, καμηλών
αρχ.-μσν.
καμηλάριος, καμηλώδης
μσν.- νεοελλ.
καμηλάρης
νεοελλ.
καμηλήσιος, καμηλιέρης, καμηλό, καμηλωτή.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καμηλέμπορος, καμηληλασία, καμηλοπάρδαλη(-ις)
αρχ.
καμηλάνθραξ, καμηλάτης, καμηλοβάτης, καμηλοβοσκός, καμηλοπόδιον, καμηλοσφαγώ, καμηλοτρόφος
μσν.
καμηλογόμαρον, καμηλοειδώς, καμηλόκεντρον, καμηλοκόμος, καμηλοφορβός
νεοελλ.
καμηληλάτης, καμηλόδερμα, καμηλόμαλλο, καμηλοπούλι, καμηλοτόμαρο, καμηλότριχα, καμηλόψωρα. (Β' συνθετικό) στρουθοκάμηλος
νεοελλ.
προβατοκάμηλος, ψηλογκαμήλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμήλα — καμήλα, η και γκαμήλα, η (λ. σημιτ.) 1. μηρυκαστικό, μεγαλόσωμο ζώο, με μία ή δύο καμπούρες στη ράχη. 2. κωμική αναπαράσταση της καμήλας κατά τις αποκριές. 3. μτφ., ψηλή γυναίκα με ασύμμετρο σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Καμήλα — Sp Kãto Kamilà Ap Κάτω Καμήλα/Kato Kamila L ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άνω Καμήλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 15 μ., 746 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στην πεδιάδα του Στρυμόνα, στα ΝΔ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κ. Μητρουσίου …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Καμήλα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 1.430 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. ΝΔ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκουτάρεως …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • γκαμήλα — η 1. καμήλα* 2. γυναίκα ψηλή και άχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καμήλα] …   Dictionary of Greek

  • καμήλι — το (AM καμήλιον, Μ και καμήλιν) (υποκορ. τού κάμηλος) 1. μικρή καμήλα 2. (αργότ. και χωρίς υποκορ. σημασία) καμήλα («ἔστειλε καὶ καμήλια διακόσια φορτωμένα», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + υποκορ. κατάλ. ιον*] …   Dictionary of Greek

  • καμηλήσιος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν («καμηλήσιο κρέας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + ήσιος*] …   Dictionary of Greek

  • καμηλίτης — καμηλίτης, ὁ (Α) 1. αυτός που οδηγεί καμήλες, καμηλιέρης («δακὼν τὸν καμηλίτην ἀπέκτεινε», Αριστοτ.) 2. αυτός που καβαλικεύει καμήλα, που επιβαίνει σε καμήλα 3. καμηλέμπορος 4. φρ. (κατά το λεξ. Σούδα) «καμηλίτης βοῡς» άγριο βόδι, βόαγρος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”